-
1 δια-λείπω
δια-λείπω, 1) dazwischen lassen; διελέλειπτο, ein Zwischenraum, Her. 8, 40. 41; bes. χρόνον, Zeit dazwischen verstreichen lassen; διαλιπὼν χρόνον αὖϑις ὡρμᾶτο ἰέναι. nach Verlauf einiger Zeit, Plat. Theag. 129 b; vgl. Phaed. 117 e Rep. X, 617 c: ἐνιαυτὸν διαλιπὼν ἕκαστος λει τουργεῖ, nach einem Jahre, Dem. 20, 8; vgl. Her. 3, 157; χρόνον οὐδένα διαλιπόντες, d. i. sogleich, Pol. 5, 107, 6. Bei Hdn. 7, 8, 22 auch μιᾶς ἡμέρας διαλιπών; – πυρετὸς διαλείπων, Wechselfieber, Hippocr.; – c. partic., unterlassen, aufhören, οὐπώποτε διέλιπον καὶ ζητῶν καὶ μανϑάνων Xen. Apol. 16, ich unterließ nie zu forschen; οὐδένα διαλέλοιπα χρόνον διαβαλλόμενος, d. i. ich bin stets verläumdet worden, Isocr. 12, 5. – 2) intrans., dazwischen sein, liegen; διαλιπούσης ἡμέρας, nach einem Tage, Thuc. 3, 74; διαλιπόντων τριῶν ἐτῶν 1, 112; διαλιπούσας τὰς ὁλκάδας ὅσον δύο πλέϑρα ἀπ' ἀλλήλων 7, 38; πίτυες διαλείπουσαι, auseinanderstehende, Xen. An. 4, 7, 6; τὸ διαλεῖπον, der Zwischenraum, An. 4. 8, 13, u. so auch Sp.
-
2 διαλειπω
1) оставлять промежуток или в промежутке, пропускатьἐνθαῦτα διελέλειπτο Her. — в этом месте образовался промежуток;
οὐ δ. χώραν Arst. — быть непрерывным;διαλιπὼν (χρόνον τινά) Thuc., Isocr., Dem., Arst., Plut. — спустя некоторое время;διελιπὼν ἡμέρας τὰς συγκειμένας Her. — выждав условленное число дней2) прекращатьοὐ πώποτε διέλιπον μανθάνων Xen. — я никогда не переставал учиться;
τοῦ Κλεοδήμου διαλιπόντος Plut. — когда Клеодем умолк3) находиться на расстоянии, отстоять(δύο πλέθρα ἀπ΄ ἀλλήλων Thuc.)
διαλείποντες πνέουσιν οἱ ἄνεμοι Arst. — ветры дуют с промежутками;πυρετοὴ διαλείποντες Arst. — перемежающиеся лихорадки;πίτυες διαλείπουσαι Xen. — далеко отстоящие друг от друга, т.е. редкие сосны4) находиться в промежутке -
3 διαλείπω
A : [tense] pf.- λέλοιπα Isoc.12.5
:— leave an interval between,τὸ ὀλίγιστον Arist.Ph. 226b28
:—[voice] Pass., a gap had been left,Hdt.
7.40,41;διαλέλειπται μικρὰ χώρα Arist.HA 503a34
.2 intermit,τὴν ὀχείαν Id.GA 757b4
: esp. of Time, διαλιπὼν ἡμέρας τὰς συγκειμένας, ἐνιαυτόν, having left an interval of.., Hdt.3.157, D.20.8; ἀκαρῆ διαλιπών having waited an instant, Ar.Nu. 496;χρόνον ὀλίγον Isoc.5.8
;πολὺν χρόνον Arist.Pol. 1299a37
; later in gen.,μιᾶς ἡμέρας δ. Hdn.7.8.9
; so οὐ πολὺ διαλιπών after a short time, Th.5.10: abs., opp. εὐθύς, Men.Sam. 198, cf. Hyp. Eux.32.II intr., stand at intervals,δ. δύο πλέθρα ἀπ' ἀλλήλων Th.7.38
;πίτυες διαλείπουσαι μεγάλαι X.An.4.7.6
; τὸ δέρμα ταύτῃ δ. is discontinuous at this point, opp. συνεχές ἐστι, Arist.HA 518a3; τὸ -λεῖπον an interval or gap, X.An.4.8.13: impers., διαλείπει there are intervals, of the heavens, opp. πλήρη ἀστέρων εἶναι, Arist.Mete. 346a36.2 c. part., mostly with neg.,οὐ πώποτε διέλειπον ζητῶν X. Ap.16
, etc.; οὐδένα διαλέλοιπα χρόνον διαβαλλόμενος I have never ceased to be slandered, Isoc.12.5; (ii A.D.), cf. POxy.281.16 (i A.D.): without a neg., Luc. Vit.Auct.13, DMeretr.11.1.3 of Time, διαλιπόντων ἐτῶν τριῶν, διαλιπούσης ἡμέρας, after an interval of.., Th.1.112, 3.74; the interval of time,Arist.
Ph. 228b4.4 in part., intermittent,διαλείποντες πνέουσιν οἱ ἄνεμοι Id.Mete. 362a28
, cf. GA 748a19;δ. πυρετός Hp.Aph.4.43
, Coac. 139.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαλείπω
-
4 Lapse
subs.Interval: P. διάλειμμα, τό.Owing to lapse of time: P. διὰ χρόνου πλῆθος.After a considerable lapse of time: P. προελθόντος πολλοῦ χρόνου.After a sufficient lapse of time: P. χρόνου ἐπελθόντος ἱκανοῦ.After the lapse of three years: P. διαλιπόντων ἐτῶν τριῶν.——————v. intrans.Pass, elapse: P. and V. παρέρχεσθαι, διέρχεσθαι, P. διαγίγνεσθαι, προέρχεσθαι.Lapse into: P. περιίστασθαι εἰς (acc.), ἀποκλίνειν, πρός (acc.), ἐκπίπτειν εἰς (acc.).Fall into: P. and V. πίπτειν εἰς (acc.).Come to an end: P. and V. ἐξέρχετθαι, ἐξήκειν.It happened that their thirty years truce with the Argives was on the point of lapsing: P. συνέβαινε πρὸς τοὺς Ἀργείους αὐτοῖς τὰς τριακονταέτεις σπονδὰς ἐπʼ ἐξόδῳ εἶναι (Thuc. 5, 14; cf. also Thuc. 5, 28).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lapse